διαπλύνω


1 lavar τὸν σαπέρδην Ar.Fr.708, τὸ ὕδωρ τὸ ... διαπλῦνον αὐτήν (τὴν γῆν) Alex.Aphr.in Mete.67.18 (= Anaxag.A 90), τὰ κατὰ γαστέρα καὶ ἔντερα Gal. en Aët.2.96, cf. Poll.7.40.

2 fig. desgastar, agotar τὸν ἡμέτερον ἰδιωτισμόν Gr.Nyss.Eun.2.606.