διαπολιτεύομαι
rivalizar políticamente part. plu. subst.
οἱ διαπολιτευόμενοιlos adversarios políticos Aeschin.3.194, cf. Harp.s.u. διαγορεύων
•rivalizar políticamente con
διε[πολι]τεύετο πρὸς αὐτόνPhiloch.160,
ἐπειδὰν δύο ... ἄνδρες διαπολιτεύωνται πρὸς ἀλλήλουςD.Chr.38.34, c. dat.
ὃς Περικλεῖ διεπολιτεύσατοMarcellin.Vit.Thuc.28.