διαπληκτίζομαι
• Morfología: [tard. act. -ζω Horap.1.70]
1 pelearse, pegarse, agredirse
δύο ἄνδρας Ἐβραίους διαπληκτιζομένουςLXX Ex.2.13,
παιομένους καὶ διαπληκτιζομένους ἀνθρώπουςLuc.Anach.11,
διαπληκτιζόμενοιcontendientes Porph.ad Il.264.21,
ὥσπερ ἐπὶ σκηνῆς τοῖς θεαταῖςEus.PE 14.2.1, cf. Hsch.
•c. dat. instrum. mantener escaramuzas, enzarzarse en una pelea
ἀκροβολισμοῖςPlu.Flam.3,
τοῖς ἱππεῦσιPlu.Luc.31, de un cocodrilo
τῇ οὐρᾷ τῇ ἑαυτοῦHorap.l.c.
•fig.
τοῖς σκώμμασιPlu.Sull.2,
ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιονPlu.2.760a.
2 mantener una disputa, reñir con
τοῖς ... γυναίοιςPlu.Tim.14,
τοῖς βασιλεῦσιCleom.2.1.476,
ῥήτορσινThem.Or.21.260b,
<πρὸς> τοιοῦτοLib.Decl.29.8, cf. Clem.Al.Strom.7.16.98, Gr.Nyss.Thphl.121.1, abs.
αἰσχρὸν ... δ.Synes.Regn.25.