διάπονος, -ον
I
τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσειPlu.Sert.3, cf. Oth.9,
κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖνArr.Cyn.3.6, c. ac. de rel.
διάπονοι τὰ σώματαPlu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo
πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμαPlu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga
φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνουPlu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo
δ. δεχόμενος τὰς μαθήσειςPlu.Fab.1.