διάπλεως, -α, -ων
totalmente lleno c. gen.
ὁ τάλαρος ... γάρουCratin.312,
δένδρα ... διάπλεα τροφῆςThphr.CP 2.1.4,
πόλεις διάπλεαι κακῶνPlu.Tim.11,
ὁ δὲ (Οὐιτέλλιος) ... οἴνουPlu.Galb.22,
τὸ πρόσωπον ... ἐρυθήματοςPlu.2.723d,
δ. ὁ λογισμὸς ὀργῆςPlu.2.551a, cf. 1060b.