διαμίμνω
διαμῐνῡρίζομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικός
διαμιστύλλω
διαμίσυος
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμνια
διάμοιος·
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμόλιβδος
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορον
†διαμορφής
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτος
διαμοτόω
διαμότωσις
διαμοχλεύω
Διαμούνας
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερής
Διαμπερές
διαμπερονάω
διαμῠδαίνω
διαμῡδᾰλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμῡθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύνομαι
διαμύσσω
διαμφής
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφιέννυμαι
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διάμφοδον
διάμφοδος
διαμφότεροι
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαμωμάομαι
διαναβαίνω