< διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω >
διαμυκτηρίζω
escarnecer
,
burlarse de
τοὺς ἐμοὺς ... λόγους
Cyr.Al.
Luc
.1.240.35
•
abs.
ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι
D.L.9.113.