διαμωκάομαι
burlarse de, ridiculizar
ῥη]τορικήνPhld.Rh.2.59,
αὐτήν (τὴν βουλήν)D.C.59.25.4,
διασύροντες καὶ διαμωκώμενοι ... αὐτούςAristox.Fr.31,
τὰ λεγόμεναChrys.M.60.131,
ἡμᾶςChrys.M.63.122, cf. Iren.Lugd.Haer.4.20.12,
glos. a διαμυλλαίνεινHsch.
•abs. adoptar un aire burlón Aristaenet.1.27.34
•en v. act. Et.Gud.402.1S.