< διαμφόδησις
διάμφοδος >
διάμφοδον
,
-ου, τό
calle con pasadizos
o
bocacalles a ambos lados
τὰ διάφοδα (
sic
) ἔχουσιν ἑκατέρωθεν διεξόδους
Fr.Lex.II
s.u.
†ἀγυγαί
.