< διαμύσσω
διαμφιβάλλω >
διαμφής
,
-ές
neutr. subst. τὸ δ.
plenitud
,
rotundidad
ἑκάστου ῥωγὸς στρογγυλώσεως
Epiph.Const.
Haer
.45.1.7.