διαμφισβητέω
• Alolema(s): -βατέω SEG 29.1130.bis.A.9 (Clazomenas II a.C.)
debatir, discutir sobre de abstr. c. constr. prep.
περὶ τῶν πολιτικῶν τιμῶνArist.Pol.1283b14, cf. D.S.11.58, D.Chr.15.1, Plot.5.9.3,
πρὸς τὴν βασιλείανArist.Pol.1287b35,
ὑπὲρ δὲ τῆς χρήσεωςThphr.CP 3.6.1
•c. gen.
ἀρετῆςPlu.2.787d
•c. interr.
ποῖα θερμὰ ... τῶν ζῴωνArist.PA 648a24
•abs. Arist.Pol.1283a30, Plu.2.755e, Stud.Pal.20.1.20 (I d.C.), en un juicio
οἱ διαμφισβητοῦντεςlos litigantes I.AI 14.38
•estar en desacuerdo con c. πρός y ac. de pers.
οἱ δανείσαντες πρὸς τοὺς ὀφείλονταςIEphesos 4A.82 (III a.C.),
πρὸς ἀλλήλους δ. περὶ τῆς ἡγεμονίαςDecr. en D.18.185, cf. Plb.28.9.6,
πρὸς ἀλλήλους κατὰ τὴν ὑπεροχήνArist.MM 1211a14
•c. dat. de pers.
αὐτῷ περὶ μουσικῆςAth.351a, cf. Luc.Iud.Voc.4
•poner en cuestión c. ac. o dat. de abstr.
τοῦτοThphr.CP 2.9.9,
ὅλῳ τῷ γένειThphr.HP 3.9.4, sobreentendido en el cont.
τύχη διαμφισβητοῦσα (ταῖς τοῦ πολέμου κατορθώσεσιν)Plu.Dio 47
•en v. pas. ser debatido, ponerse en cuestión
διαμφισβητεῖται δὲ περὶ αὐτῆς οὐκ ὀλίγαArist.EN 1155a32,
τὸ δὲ θερμὸν καὶ ψυχρὸν ... διαμφισβητεῖταιThphr.CP 1.21.4,
ἡ διαμφισβητουμένη χώραICr.3.4.9.72 (Itanos II a.C.),
ἡ διαμφιζβητουμένη (sic) οἰκίαPTor.Choachiti 12.9.7 (II a.C.),
τὰ διαμφισβητούμεναlos asuntos sometidos a discusión, IMylasa 204.11 (heleníst.),
τὰ διαμφισβατηθένταSEG l.c.