διαμφιβάλλω
poner en cuestión, discutir
περὶ τὴν κατανόησιν τοῦ ὑποκειμένουGr.Nyss.Eun.2.284, cf. Theod.Lect.Epit.11
•c. complet. c. ὅτι Simp.in Cat.417.5, in Ph.1172.26.
περὶ τὴν κατανόησιν τοῦ ὑποκειμένουGr.Nyss.Eun.2.284, cf. Theod.Lect.Epit.11