διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστής
διαλογιστικός
διαλογογράφος
διάλογος
διάλοι
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διάλοιπος
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλος
διαλουφέω
διαλούω
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλύγισμα·
διαλῠκωνίζω
διαλῡμαίνομαι
διαλυπέω
διάλῠσις
διαλῡσίφῐλος
διαλύσκω
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτής
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφῐτόω
διαλωβάομαι
διαμαγεύω
διαμαδάω
διαμᾰθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάσσω
διαμανθάνω
[δι]αμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμάρτησις
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμαρυκάομαι
διαμᾰσάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητόν
διαμασσάομαι
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διαμαστίζω
†διάμαστος·
διαμαστροπεύω
διαμασχᾰλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη