διαμαστιγόω


azotar, flagelar fuertemente s.cont., Phld.Rh.2.298
fig. (τὸ ἐν ἡμῖν θυμοειδές) Gal.5.20, en v. pas. (ψυχή) διαμεμαστιγωμένη καὶ οὐλῶν μεστὴ Pl.Grg.524e.