διαλυτός, -ή, -όν
1 que se puede disolver, corruptible, perecedero
τῷ ... ἀνθρωπίνῳ ... καὶ διαλυτῷ ... ὁμοιότατον ... εἶναι σῶμαPl.Phd.80b,
ἡ δημιουργηθεῖσα ὕληPh.1.495,
ὁ ἔναιμος ὄγκοςref. al cuerpo del hombre, Ph.1.481,
ὁ κόσμοςPlu.2.1055a, cf. 1002c,
τῆς ἐπινοίας φυσιολογίαGr.Nyss.Eun.2.49, cf. Athenag.Leg.20.1, Ascl.in Introd.1.83.26.
2 desmontable
τὰ πλοῖαStr.16.1.11,
αἱ κλίμακεςPlu.Arat.6.
3 mat., subst. τὸ δ. divisor Iambl.in Nic.25.