διαλύω
• Prosodia: [-ῡ-; -ῠ- en E.IA 495, Ar.Lys.655, Macho 162, 436]
A tr., indic. separación de las partes
I c. compl. de pers., ref. asociaciones humanas o anim.
1 c. compl. de colect.:
a) gener. disolver
τὸν σύλλογονHdt.7.10δ, Th.2.12, Luc.Icar.34, Hld.1.23.2,
τὴν συνουσίανPl.Ly.223b,
τὴν ἐκκλησίανI.AI 8.122, D.S.14.64,
τὸ συνέδριονI.BI 6.243, D.S.17.54,
τὸ ἔθνοςPlb.4.60.6,
τὸ σύστημαD.S.18.18,
τὸ συμπόσιονPlu.2.164d, Hld.5.33.5,
τὸν γάμονI.AI 16.265, Thdt.M.83.541A, en v. pas.
αἱ ξυνωμοσίαιTh.8.81, cf. 69,
αἱ ... πανηγύρειςIsoc.4.46,
διαλυθεῖσα πολιτείαPl.Lg.945c,
ὁ σύλλογοςI.AI 4.151, cf. BI 1.331,
ἡ βουλήD.H.7.27, cf. 4.10, Luc.Merc.Cond.18, Symp.1, Hld.7.27.4, D.Chr.40.36,
διαλυθέντος τοῦ γάμουVett.Val.352.19, cf. Ach.Tat.2.18.6
•en v. med. mism. sent.
τὰς συνουσίαςPl.Grg.457d;
b) en cont. milit. no bélico dispersar, disolver, licenciar
τὰ στρατόπεδαTh.5.55, cf. D.S.13.62, Hdn.5.2.3,
τὴν στρατιάνX.Cyr.6.1.6, cf. I.AI 18.301,
τὸ πεζὸν στράτευμα διέλυσε κατὰ πόλεις ἑκάστουςX.HG 2.3.3,
τὸ ναυτικόνTh.2.93,
διέλυον εἰς παραχειμασίαν ... τὰς δυνάμειςPlb.3.99.9, cf. D.8.19, Plb.10.35.5,
τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυονdisolvieron la reunión en la tienda para ir a dormir X.Cyr.2.3.1,
οὐδέποτε διέλυσε τὰς δυνάμεις ἐκ τῶν ὑπαίθρωνjamás dio un respiro de las campañas a sus tropas Plb.11.19.3, en v. pas.
τὸ τῶν Πελοποννησίων ναυτικὸν διελύθηTh.2.102,
ἴτω στρατεία διαλυθεῖσ' ἐξ ΑὐλίδοςE.IA 495,
ἡ δύναμιςD.8.10,
τὸ ξενικόνPlb.5.30.6, cf. D.8.17, Hdn.6.7.1
•en v. med. mismo sent.
τὸ ξενολόγιονPlb.31.17.5;
c) en la batalla romper, dispersar
τὰ ... στίφηPlb.2.68.4,
τὴν φάλαγγαLuc.DMeretr.13.1
•por ext. aplicado a otras formaciones
(τὰ θρέμματα) διαλύει τὸ τῆς ἀγέλης συντεταγμένον στῖφοςPh.1.305, en v. pas.
διαλυθέντος ... τοῦ ... στρατεύματος αἰσχρῶςHdt.1.128, cf. Th.7.34,
ὑφ' ὑμῶν διαλυθῆναι ... κινδυνεύομενcorremos el peligro de que seáis nuestra ruina Ar.Lys.655, cf. Isoc.4.142, Plu.Sert.9, Arat.22,
φάλαγξ ἐν μετώπῳ διαλελυμένηfalange rota en sus primeras líneas Plb.12.20.6, cf. I.AI 4.7, D.S.16.46.
2 de individuos dif. separar
τοὺς ... ἀγωνιζομένους νὺξ ... διέλυσεHdt.8.11,
τοὺς μαχομένουςX.Lac.4.6, Men.Mon.184, cf. Luc.Symp.45,
πόσιν νύμφηςAP 7.186 (Phil.).
II de elementos, no de pers., cien.
1 medic. disolver, disociar, descomponer
τὴν σύστασιν τοῦ αἵματοςHp.Flat.14, cf. Arist.Mete.346a13,
τὰ φύματαHp.Medic.10,
(τὸ ὑγρόν)Hp.Vict.2.66,
τὰς κόπρουςHp.Morb.3.14, cf. Heraclid.244,
στρόφουςPlu.Fr.113, tb. en v. med.
τὰ ... πικρὰ διαλύεται (τὸ ὄξος)Hp.Acut.61, en v. pas.
τῆς δὲ ἀκάνθης σχολῇ διαλυομένηςsiendo digerida la espina con dificultad Mnesith.Ath.38.29,
(τὴν ἀνάδοσιν) εἰς ἀτμὴν διαλυομένην(la absorción) resuelta en vapor en la digestión del alimento, Dieuch.15.5.
2 disolver, deshacer, incluso fundir mediante procesos físico-químicos
ὁ ἥλιος ... αὐτά (πάχνην καὶ παγετόν)X.Cyn.5.2,
πάντα εἰς τέφρανThphr.Ign.47,
ἡ ἀνωμαλία καὶ τὰ καλῶς πεπηγότα διαλύειD.C.52.37.11, en v. pas.
γῆ ... διαλυθεῖσα ... ὑπὸ τῆς ὀξύτητος αὐτοῦ (πυρός)Pl.Ti.56d,
διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγωνD.S.1.39,
ὑπὸ ἡλίου κηρόςPaus.8.8.8
•fig. en compar.
ὕδωρ ὥσπερ καταλειβομένη ... διέλυσεν αὐτὸν ἡ ἁμαρτίαMeth.Symp.62.
3 rarificar, disipar
ὁ δὲ νότος ... (τὸν ἀῆρα) τῷ χρόνῳ διαλύειHp.Morb.Sacr.13, cf. Arist.Mete.367a24, en v. pas.
αὗται (αἱ φῦσαι) διαθερμανθεῖσαι διαλύονταιHp.Flat.14,
ζόφος ... καὶ καύματα ὑπ' ἀνέμωνThphr.Sign.56.
4 descomponer como método cien. y fil.
τὰ πολλὰ ... πάλιν ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ διαλύεινPl.Ti.68d,
ὅλονPl.R.609a,
εἰσὶ δέ τινες καὶ οἳ πᾶν σῶμα γενητὸν ποιοῦσι, συντιθέντες καὶ διαλύοντες εἰς ἐπίπεδα καὶ ἐξ ἐπιπέδωνhay quienes atribuyen la generación a todos los cuerpos (afirmando que) se componen y descomponen en superficies y de superficies Arist.Cael.298b34,
τὸν ... ἄνθρωπον διέλυσεν εἰς ὕλην πάλιν (ὁ θεός)Meth.Res.1.43, abs.,
op. συνίσταμαιArist.Cael.280a12,
οἷον εἴ τις κἀκεῖνα (τὰ φυτά) ... διαλύσειε ... εἰς τὸ ἐνυπάρχον θῆλυ καὶ ἄρρενcomo si alguien dividiera las plantas en los elementos femenino y masculino presentes en ellas Arist.GA 731a23.
III de vínculos y construcciones compuestas
1 desatar, soltar en v. pas.
αὐτόματα ... δεσμὰ διελύθη ποδῶνE.Ba.447,
τῆς δέσμης διαλυθείσηςD.S.19.99, cf. D.C.76.1.5
•de vínculos religiosos
τὸν δεσμόνref. la excomunión, Thdt.HE 5.37.2
•esp. romper el ayuno, no ayunar Io.Iei.Canonar.3.2 (p.439)
•fig. soltar
τὴν ... κακιῶν (συμφωνίαν)Ph.1.435,
τῆς συκοφαντίας τὰ κύματαThdt.Ep.Sirm.106.
2 deshacer, desmontar
πῆγμαStr.6.2.6,
τὰς οἰκήσειςPlb.4.65.4,
τὸ ζεῦγμαD.S.13.15, en v. pas.
τρίπους σιδηροῦς διαλελυμένοςtrípode de hierro desmontado en piezas ID 442.169, cf. 198 (II a.C.), D.C.68.26.1,
τὰ ἀναλήμματα ὑπὸ σεισμῶν καὶ παλαιότητος διαλελυμένα ἐπεσκεύασενreconstruyó los muros de los basamentos, deshechos por los terremotos y el paso del tiempo, IMaff.6 (Istmo II d.C.), cf. Plu.2.138e
•abs. hacer un derribo
ἐκ τε τῶν ἐγγυτάτω οἰκιῶνAen.Tact.2.2
•de naves romper, desguazar
τὸ πλοῖονStr.2.3.5,
τὴν δὲ παλαιάν (sc. ναῦν)IG 22.1623.11, 32, cf. 121 (IV a.C.), cf. PSI 382.4 (III a.C.), en v. pas.
τὰ ναυάγιαStr.6.2.3,
τὸ οἰκεῖον ἔργον ... διαλυθένPh.2.552
•en ret. y crít. lit. deshacer, destrozar
ἢν ... τις τῶν ποιημάτων ... τὸ ... μέτρον διαλύσῃIsoc.9.11,
διαλύει τὸ σαφὲς τῷ ἐπισκοτεῖνdestruye la claridad por oscurecerlo Arist.Rh.1406a34,
τὴν τῶν ὀνόματων οἰκονομίανla economía del discurso Alcid.1.25, en v. pas.
τὰ δὲ (μέτρα τῶν ποιητῶν) διαλυθένταArist.Rh.1407a2.
B tr. sin indicar separación de partes
I
ἄρθρων ἶναςAr.Pax 85,
κοιλίην δὲ συνεστηκυῖαν διαλύει ἔμετοςHp.Vict.2.59
•fig. de abstr.
(καρδία σοφοῦ) διαλύουσα τὴν ἐν ταῖς ἀρεταῖς αὐτῆς εὐτονίανEuagr.Pont.Schol.Ec.56.13
•en v. pas. mismo sent.
τὸ σῶμαHp.Coac.335
•aflojar, debilitar
αἱ δὲ νότιοι (καταστάσιες) διαλύουσι τὰ σώματαHp.Aph.3.17, cf. Thdt.M.82.501A, en v. pas.
αὐτὸς διαλελυμένος, κακόνref. al cuerpo enfermo, Hp.Epid.6.1.15, cf. Eun.Hist.69,
τὰ νεῦραHp.Loc.Hom.7, cf. Chrys.M.61.439
•part. perf. pas. flojo, blando de pers.
ἀνόητοι καὶ βλᾶκες καὶ διαλελυμένοιChrys.M.61.404, cf. 496, de alguien que ríe sin freno, Chrys.M.57.48, peyor.
διαλελυμένος βίοςvida relajada Chrys.M.61.387.
2 desenrollar, soltar
φλοιὸν φιλύρηςusada en mántica, Hdt.4.67,
διέλυον ... ἀκάνθαςde unas serpientes distendían las espinas dorsales, e.d. se desenroscaban Theoc.24.32.
II de abstr., fig.
1 resolver, solucionar problemas, dudas, conflictos
τὰ ἀμφίλογα δίκῃ διαλύοντας ἄνευ πολέμουTh.4.118,
τοῦτοPl.Sph.252d,
τὴν ἀπορίανArist.Metaph.1062b31,
τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύειAesop.24,
τὸ πρῶτον (πρόβλημα)Plu.2.146f,
τὰ διάφοραPaus.5.16.5,
τὴν ἀμφιβολίανGr.Nyss.Eun.1.406, en v. pas.
πᾶν ἔνστημαEpicur.Ep.[3] 91, cf. D.S.14.110
•en v. med. mismo sent.
πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαιTh.1.140,
τὰς διαφοράςIsoc.12.160, Plb.22.15.2,
δημοσίᾳ διαλύσασθαι ταῦταresolver esas cosas mediante procedimiento público D.15.17,
τὴν πρὸς ἀλλήλας ἀμφισβήτησιν ... ἄνευ δικαστηρίουSB 7338.9 (IV d.C.),
τὰ πρὸς βασιλέαD.S.15.92
•jur. resolver, solucionar pleitos o litigios de modo amistoso, mediante conciliación o acuerdo entre las partes, frec. op. διακρίνειν:
τάς τε δίκας ... τὰς μὲν διέλυσε, τὰς δὲ διέκρινε δικαίως κατὰ τοὺς νόμουςFD 3.220.18 (III a.C.), cf. IIasos 608.7, IPr.61.9 (ambas III a.C.),
τοὺς μὲν πλε]ίστους τῶν διαφερομένων ... διέλυον συμ[φερόντως, τοὺ]ς δὲ διέκρινομ μετὰ πάσης δικαιο[σύνηςla mayor parte de los pleitos los resolvió amistosamente de modo provechoso, los demás los juzgó con toda justicia, ICos ED 129.11 (III a.C.), tb. op. δικάζειν:
τ]ὰς μὲν ἐδίκασεν [τῶ]ν δικῶν κατὰ τοὺς νό[μο]υ[ς κα]λῶς καὶ δικαίως, τ[ὰ]ς δὲ [δι]έλυσεν καλῶς καὶ [συμφ]ε[ρ]όν[τ]ωςILampsakos 33.9 (III a.C.), cf. ISmyrna 579.10 (II a.C.)
•interpretar
τὸν γρῖφονAth.451a,
τὸ σημεῖονVit.Aesop.G 85.
2 poner fin a, acabar con
τὸν πόλεμονTh.8.46, LXX 3Ma.1.2, Plb.4.52.1, App.Mac.18,
ὀδύνηνHp.Acut.21, cf. D.S.3.33,
χρήμασι ... τὴν διαβολήνTh.1.131,
τὸν φόβονPl.Mx.241b,
τὸν λόγονPl.Grg.458b,
τὸν ... κίνδυνον τῇ πόλειD.18.176, cf. Plb.35.1.4,
ἅπαντ'D.2.9,
τὰς ὁμολογίαςIsoc.4.175, cf. Anaximen.Rh.1433b40,
τὴν φιλίανArist.EN 1157b10, Din.1.19, LXX Si.22.20, Plu.2.712f, cf. Vett.Val.43.21,
τὴν πολιορκίανPlb.1.84.2, I.AI 13.280, Paus.10.18.3,
τὴν ταραχήνPlb.5.15.5, cf. Ph.2.30, D.S.15.47,
τὴν θέανD.S.17.101,
ἔχθρανD.L.1.92,
τὸν ὕπνονPhilostr.Im.1.15,
τὴν ἰσχύνPhilostr.VS 507, en v. pas.
διαλύεσθαι ἔφη τὴν ξεινίηνHdt.3.43,
αἱ σπονδαίTh.5.1, cf. 4.19,
ἡ ... τῶν Θηβαίων τῆς ἀρχῆς περιβολὴ οὕτω διελύθηasí se puso freno a la tentativa de los tebanos de hacerse con la hegemonía X.HG 7.1.40,
πολλὰ βουλευθέντα καλῶς ... διελύθη δι' ἄλλας κυριωτέρας ἀρχάςArist.Diu.Som.463b27,
ἡ μάχηD.S.13.9, Plb.16.33.4,
τὸ πλάσμαHld.4.13.4,
ἡ ἀκρόασιςPhilostr.VS 573
•en v. med. mismo sent.
διαλυσάμενος τὴν ξεινίηνHdt.4.154, cf. Plu.2.806f, D.Chr.3.121,
νείκαςE.Or.1679,
τὸν πόλεμονAr.Lys.569, D.4.15, Arist.Rh.1411b13, Anaximen.Rh.1425b13, Men.Pc.478, Plb.2.7.10, I.AI 9.232, D.S.14.33,
διαλύεσθαι τοὺς πολέμους op. ἀναβάλλεσθαιIsoc.4.172,
τεταραγμένα πράγματαAr.Lys.566,
τὰ πρὸς ἀλλήλουςIsoc.4.40,
σοφίανLXX Psalm.Salom.4.9,
τὰς ἔχθραςPlb.3.12.5, cf. Is.7.11, Plb.4.49.2, D.S.2.33
•abs. sobreseer un proceso legal, conceder un sobreseimiento, PCair.Zen.37.17 (III a.C.)
•c. ac. de pers. acabar con, matar
παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνθρωπονPlb.18.46.12.
3 métr. y gram. resolver una sílaba larga en dos breves
τὴν πρώτην μακρὰν τοῦ ἀπὸ μείζονος ἰωνικοῦAristid.Quint.51.30, cf. Sch.A.Th.417-421a, en v. pas.
διαλυθέντων τῶν ποδῶνSch.Pi.O.4T., cf. Sch.Pi.N.7T.
•dejar sin contraer op. συναιρεῖν ‘contraer’, ref. a vocales
(οἱ Ἴωνες) διαλύουσιν· οἷον, ΞέρξεαAn.Ox.4.211.30, cf. en v. pas. EM 307.31G.
III c. idea de una solución negativa
1 refutar
τὰς ἀπολογίαςD.27.58,
τοὺς λόγους τῶν τολμώντων κατηγορεῖνIsoc.6.33,
τὸν τετραγωνισμόνla cuadratura (del círculo), Arist.Ph.185a17,
λόγοι ... οὐκ εὔποροι διαλύεινArist.GC 315b22,
τὰ ἐπίδοξαAnaximen.Rh.1433a38,
τὴν ἀτοπίαν διέλυσεν ἡ αἰτία τῶν παθῶν ὁραθεῖσαPosidon.150b,
τὰς αἰτίαςI.AI 16.104, cf. Anaximen.Rh.1443b27, Simp.in Ph.637.36,
φάσκονταςArist.Rh.1382a18
•en v. med. mismo sent.
τι τῶν κατηγορημένωνIsoc.12.218,
σόφισμαS.E.P.2.238, abs., Arist.Rh.1377a2.
2 invalidar
ἃ ... ἐψηφίσασθεLys.18.15,
τὸ κριθὲν ὑπὸ τῆς συγκλήτουD.S.14.113
•suspender
διαλύεσθαι ... πάσας τὰς ἀρχὰς ἐν τῇ Ῥώμῃdejar en suspenso todas las autoridades en Roma Plb.3.87.8.
3 incumplir
τὸ συμβόλαιονIsoc.17.19, cf. Arist.Pol.1276a11, en v. pas. D.56.49.
IV c. idea de mediación
1 reconciliar, conciliar c. ac. de pers.
ἡμᾶςD.30.8, Men.Epit.52,
αὐτούςPlb.5.49.5, Luc.Symp.45, Aesop.73,
πρὸς ἔμ' αὑτόνD.21.122, cf. Plb.5.93.1,
τοὺς στρατηγοὺς ἐκ τῆς ... διαφορᾶςPlb.1.87.4, cf. PHamb.25.5 (III a.C.), PEnteux.11re.7 (III a.C.), abs.
οὐ ... ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ... οὔτε ὅρκοςno había palabra ni juramento para procurar la reconciliación Th.3.83,
διέλυεν ἡ ΓνάθαιναGnatena intentaba la reconciliación Macho 436, cf. D.33.17, Isoc.5.38,
λαβόντες τὴν ἐπιτροπὴν εἰς τὸ διαλῦσαιPlb.3.15.7.
2 resolver mediante pago, pagar, liquidar, saldar
a) c. ac. de lo que se paga
δαπάνηνHdt.5.30, cf. D.14.20,
τὴν τιμὴν οὔτ' ἐκείνῳ διέλυσενni le pagó el precio D.41.8, cf. 29.7, PTeb.769.30 (III a.C.), Paus.2.8.3,
τὸ ναῦλον ὑπὲρ τῶν ξύλωνD.49.37,
χρήματαD.38.12, 20.12, cf. Is.Fr.32,
ζημίαςHyp.Ath.22,
μισθόνArist.Oec.1347b22,
ὃ (ἀργύριον) διαλῦσαι βουλήσεται ἐκ τῆς τιμῆς τῶν σκευῶνquerrá liquidar el dinero con el precio de los aparejos D.50.26,
χρέοςPlb.31.27.4, Plu.Alex.70, Sch.Pi.O.10.1b,
τὰ δάνειαD.S.17.109,
τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίωνPlb.1.69.3,
τὰ ἐκφόριαPSI 400.9 (III a.C.),
τὰ χρήματα τὰ δαπανηθέντα εἰς τὸν πόλεμονD.Chr.10.119, en v.pas.
διαλυθῆναι τὰ χρέα πάνταPlu.Luc.20
•pagar, pagar por
διέλυσε τὴν παρρησίανMacho 162
•en v. med. mismo sent.
τέσσαρα (τάλαντα)Phalar.Ep.137, cf. Arr.An.7.10.3,
οὐκ ἀπὸ τοῦ δανείσματος διαλυόμενοςChrys.M.62.707;
b) c. ac. de la pers. a la que se paga
τὸν ναύκληρονD.49.29,
τὸν ὀρφανόνIs.2.29,
σφᾶς ὑπὲρ ὧν ἐνεκάλουνD.37.12,
διαλύειν ἐδέησεν οἷς ὤφειλονfue preciso pagar a aquéllos a quienes debían D.36.50, c. dat.
τῷ πανδοκεῖAnon. en Sud.s.u. κερματίζει, en v. pas.
οὐδέπω ... τὸ ἐπιβάλλον αὑτῷ μέρος τῶν χρεῶν διαλέλυμαιtodavía no he cobrado la parte del dinero que me corresponde D.Chr.46.6, cf. D.28.2, Str.12.8.19;
c) en lit. crist. expiar en v. med.
ἁμαρτήματαChrys.M.57.178, cf. 222
•en v. pas. ser absuelto, perdonado
πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐνταῦθα διαλύονταιChrys.M.48.1031,
ἁμαρτήματαib.
C intr., gener. en v. med.-pas.
I c. idea de separación de partes
1 de asociaciones humanas o anim. disolverse
ἡ κοινωνίαArist.Oec.1343a12
•dispersarse
μὴ συμβῇ διαλυθῆναι αὐτά (πρόβατα)BGU 1012.12 (II a.C.)
•en cont. milit. deshacerse, romperse
διαλύεται ... ἡ τάξιςPaus.1.13.7, cf. 4.8.2
•gener. separarse, alejarse, apartarse
διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλειςPlb.22.9.14,
ἐκ τοῦ συλλόγουHdt.3.73, cf. 8.56, Arist.GA 729b30, Plb.23.14.4, I.AI 3.306,
διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοιTh.2.23, cf. D.H.2.36,
ἐπὶ τὰς πόλειςPlb.5.2.1, cf. D.S.14.77,
διελύθησαν ἐπ' ἴσης, καθάπερ ἀγαθοὶ παλαισταίse separaron en pie de igualdad como los buenos luchadores Plb.29.8.9,
ἐκ τοῦ ἸσθμοῦHdt.7.177, cf. Th.2.12, X.Cyr.7.5.40, Plb.4.86.1, D.S.18.17, Luc.Bis Acc.11
•esp. separarse, divorciarse
θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονταιArist.EN 1162a28,
διαλυθέντεςdivorciados, IEphesos 4A.59 (III a.C.).
2 de concr. no pers. soltarse, separarse
οἱ δεσμοὶ ἀπὸ τῶν βραχιόνων αὐτοῦLXX Id.15.14,
ἧλοι συνέχουσιν αὐτὰ μὴ διαλυθῆναιPaus.3.17.6
•en perf. estar separado
ὅταν ἡ μὲν (φωνή) ... διαλελυμένη προσπίπτῃ πρὸς τὴν ἀκοήνcuando la voz llega por separado al oído Arist.Aud.801a37,
ἅπαντα (τῶν διθύρων ὀστρακοδερμάτων) τῇ μὲν συμπέφυκε τῇ δὲ διαλέλυταιtodos (los testáceos bivalvos) están unidos por una parte y sueltos por otra Arist.HA 528a16,
τὸν ἀνάπλουν αὐτῶν γενέσθαι διαλελυμένονhicieron la travesía por separado Plb.16.1.6
•soltarse, romperse
ἱμάντωσις ξυλίνηLXX Si.22.16,
ἡ ναῦς ἐνθαλασσεύουσαDion.Alex.Fr.2,
ἡ ἁρμονίαref. a la estructura de un edificio, Agath.1.10.4
•desatarse, liberarse
κινήσεις op. ἐμμένεινArist.Mem.453b3
•gram.
τὸ διαλυόμενον κατ' ἰδίαν οὐκ ἔστιν ῥητόν(el compuesto) una vez resuelto (en sus componentes) no se puede decir por sí solo A.D.Synt.269.23
•part. perf. διαλελυμένος asindético, paratáctico
λέξιςD.H.Lys.9,
ἑρμηνείαDemetr.Eloc.14.
II cien., fil. c. idea de separación de partes
1 disolverse, diluirse por agentes químico-físicos, medic.
τὸ δὲ μέσον ... θερμαινομένον διελύθη καὶ ἐγένετο ὑγρόνHp.Carn.3.5,
(τὸ πῦρ) διαλύεται ἐς τὴν μείω τάξινHp.Vict.1.27,
τὸ σῶμα τῆς γονῆςArist.GA 737a11,
ὅσα εἰς τέφραν διαλύεταιArist.Mete.387b14,
op. πήγνυμαιPh.1.7
•fig.
αἱ τηλικαῦται ὑπεροχαὶ ... ἂν καὶ διαλύοιντο εἰς τὰ περιέχονταlos incrementos tan pequeños se confundirían con el entorno Arist.Sens.446a8
•disiparse, perder densidad
op. συνίσταμαιArist.Mete.355a31,
(ὁ καπνός) ... σύγκειται ἐξ ὑγροῦ διαλυομένου εἰς πνεῦμα(el humo) está compuesto de humedad que se disuelve en aire Thphr.Ign.75.
2 fil., mat. descomponerse en partes
εἰς ἃ (πρῶτα) ἔσχατα (τὰ σώματα) διαλύεται op. σύγκειμαι(los cuerpos) se descomponen en las últimas partículas elementales Arist.GC 325b19,
op. συντίθεμαιArist.Cael.304b30, Metaph.1066b37, Ph.204b33, Epicur.Ep.[2] 39, 73, Ocell.12, Ph.2.511, Arr.Epict.3.24.10,
ἄτομον ... οὐδέποτε δὲ διαλυθησόμενονArist.Cael.305a5
•reducirse, descomponerse
τὸ μὲν τρίγωνον εἰς οὐδὲν περιφερέςPlu.2.1004a
•en forma que conlleva la destrucción decomponerse, destruirse
ὅσα γὰρ ἡ γῆ φέρει ... τὰ δὲ ἄγρια γήρᾳ διαλέλυταιX.Cyn.5.5,
δι' ὧν ... τὰ πάθη ἐγγίγνεται καὶ διαλύεταιa través de las cuales las emociones nacen y se destruyen Arist.Rh.1388b29,
(τὰ σπέρματα) πεσόντα εἰς τὴν γῆν1Ep.Clem.24.5, cf. Iust.Phil.1Apol.19.4,
τὰ νεκρὰ σώματαPlu.2.336f
•esp. del ser vivo como compuesto de alma y cuerpo, en v. pas.
ζῶντες διαλυθέντες τε τῶν σωμάτωνtanto vivos como una vez separados de sus cuerpos Pl.Lg.904b,
διαλυομένου δὲ ἀνθρώπουcuando el hombre se descompone X.Cyr.8.7.20,
ἡ φύσις ... ἀλγεδόσι δὲ διαλύεταιEpicur.Sent.Vat.[6] 37, cf. Sent.[5] 2.
III c. idea de separación final o de solución
1 c. suj. de pers. o partes del cuerpo soltarse el vientre, Hp.Epid.3.17.1, cf. Arist.Pr.949a1
•debilitarse, sentirse débil
ἢν μὲν διαλελυμένη ᾖ πρὸς τὴν πυρίηνHp.Mul.2.133,
διαλύονταί τε ... καὶ ἀδυνατοῦσινArist.HA 585a33,
ἐκ τῶν γυμνασίωνArist.Pr.880b30,
διὰ νόσον ἢ πόνονArist.Aud.803b21, cf. Chrys.M.62.165.
2 acabarse, terminarse
ἕως ὁ πόλεμος ... διαλυθῇArist.Oec.1351a6,
διαλυθείσης ... τῆς ἁπάντων σπουδῆς εἰς γέλωταD.H.19.8,
τῷ θανάτῳ τὴν ζωὴν ἡμῶν διαλύεσθαιGr.Nyss.Or.Catech.29.3
•extinguirse una dinastía, D.S.5.8,
(τῆς λαμπάδος) διαλυθείσης op. καίομαιChrys.M.59.282
•de pers. fallecer, morir
ὦ γένος ἀνθρώπων ... φυόμενον κατὰ γῆς καὶ διαλυόμενονAP 10.84 (Pall.),
τῷ λιμῷUPZ 11.27, cf. 122.23 (ambos II a.C.), Democr. en Ath.401e, Str.5.4.10, 15.2.13.
3 avenirse, reconciliarse, llegar a un acuerdo D.21.216, 37.16, 41.1, Arist.Rh.1373a9, Thphr.Char.12.13, POxy.3758.88 (IV d.C.), frec. c. πρός y ac.
ἐπὶ τοῖσδε διελύσαντο τὰ γένη πρὸς ἀλλήλουςAth.Agora 19.L4b.3 (IV a.C.),
πρὸς τοὶς ἐν τᾷ πόλι ἔονταςSEG 36.752.27 (Mitilene IV a.C.),
πρὸς ἐμὲ ... περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμενPhilipp.Maced.2.17,
διαλύσει διελύσαμεν πρὸς σέhicimos un pacto contigo LXX 2Es.11.7,
διαλύεσθαι καὶ μηδενὶ μνησικακεῖνPlb.5.25.6, cf. 11.29.12,
λόγοις ... τοὺς ὑποτεταγμένουςI.BI 1.91,
περὶ μὲν τούτων αὐτοὶ ... πρὸς αὑτούςPlu.2.585d
•frec. en cont. jur.
πρὸς τοὺς πράξανταςcon los administradores D.38.24, cf. D.58.4,
περὶ τῶν ἀμφισβητουμένωνIsoc.15.27,
περὶ πάντωνrespecto a todo Lys.4.1,
περὶ τούτων πρός μεD.48.53,
παρὰ τοὺς νόμουςD.58.5
•en cont. milit. hacer la paz, llegar a un acuerdo de paz X.HG 7.4.25, Plb.18.3.2, 30.31.17, D.S.19.97,
πρὸς ὑμᾶςAeschin.2.12,
πρὸς τὸν ἈντίγονονPlb.2.63.1, cf. 5.104.9, D.S.12.51, 18.21, Plu.Sull.13,
τῇ συγκλήτῳPlb.21.10.10,
ἀλλήλοιςStr.16.1.19.
4 lóg. resolverse
ὅρον ... καλῶ εἰς ὃν διαλύεται ἡ πρότασιςArist.APr.24b16,
ἐξ οὗ ἐστί, καὶ διαλύεται εἰς τοῦτοArist.Metaph.1066b37.