< διαμᾰθύνω
διαμαλάσσω >
διαμάλαξις
,
-εως, ἡ
reblandecimiento
περὶ δὲ τῶν μαλαττόντων φαρμάκων καὶ αὐτῆς τῆς διαμαλάξεως
Gal.11.714.