διαμαρτύρομαι
• Morfología: [tb. tard. v. act. διαμαρτύρω Thdt.M.80.1868B, Chrys.M.59.85]
I posit.
1 asegurar mediante testigos
προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμηνdije públicamente y aseguré con testigos D.6.29, c. inf.
διεμαρτύρετ' ἐξάγεινaseguró por medio de testigos que intentaba echarle D.32.19
•tb. v. act. c. ac. poner por testigo
διεμάρτυρε αὐτοῖς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆνpuso ante ellos el cielo y la tierra por testigos Thdt.l.c.
•c. dat. ser testimonio ante alguien
ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖςEu.Luc.16.28
•tb. v. act.
διαμάρτυρε τῷ λαῷ τούτῳChrys.l.c.
2 aseverar con pasión, asegurar, declarar c. ὅτι, διότι:
διαμαρτύροιο ἂν ὅτι ...Pl.Phd.101a, cf. Phdr.260e, Chrm.174e,
διαμαρτύρονται οἱ γεωργοὶ διότι «τὸ ὕδωρ ἀφίομεν ...»PCair.Zen.467.9, cf. PSI 422.7 (III a.C.), c. ac.
τοὺς παραβαίνοντας ὁποίας τίσουσι δίκαςThdt.M.80.1864B
•abs. siendo suj. ‘la ley’ declarar solemnemente
ὁ νόμος αὐτὸς διαμαρτύρεταιD.34.42, cf. PLugd.Bat.20.58.9 (III a.C.).
3 rogar encarecidamente que, pedir con insistencia c. inf.
Ῥωμαῖοι μὲν οὖν διεμαρτύροντο Ζακανθαίων ἀπέχεσθαιPlb.3.15.5, cf. 18.50.5,
διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι πᾶν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίονPlu.Lys.17
•pedir que c. ἵνα:
διαμαρτύρομαι ... ἵνα ταῦτα φυλάξῃςte pido que observes estas cosas 1Ep.Ti.5.21, cf. PLond.1912.82 (I d.C.)
•abs., X.Cyr.7.1.17.
4 dar testimonio de c. ac.
τοὺς λόγους ... οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαιLXX De.32.46,
διαμάρτυραι τῇ Ιερουσαλημ τὰς ἀνομίας αὐτῆςsé testigo para Jerusalén de sus pecados LXX Ez.16.2,
τὸν λόγον τοῦ ΚυρίουAct.Ap.8.25,
τὸ εὐαγγέλιονAct.Ap.20.24
•c. inf. dar testimonio de que
διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις εἶναι τὸν Χριστὸν ἸησοῦνAct.Ap.18.5, c. ὅτι:
ὅτι οὗτος ἐστιν ... κριτήςAct.Ap.10.42, c. interr. indir.
διαμαρτυράμενον ἐφ' οἵαν σπεύδουσι μεταβολήνI.AI 6.39
•abs., c. otras constr.
διεμαρτυράμην ἐν αὐτοῖςLXX 2Es.23.21,
ἑτέροις τε λόγοις πλείοσιν διεμαρτύρατοy con otras muchas razones dio su testimonio, Act.Ap.2.40,
πᾶσαι γλῶσσαι περὶ τούτου διαμαρτύρονταιMac.Aeg.Serm.B 60.3.3.
II neg. protestar c. ἐπί y dat.
διαμαρτυρόμενος ... ἐπὶ τῷ τετολμηκέναιprotestando por haber osado Plb.5.57.2, c. complet. c. ὡς Plu.Luc.24
•c. μή e inf. protestar de, incitar a que no, prohibir que
διαμαρτυραμένου τοῦ ἀνθρώπου ... μὴ ἀποφαίνεσθαιD.33.20,
διαμαρτύρασθαι Φιλίππῳ ταῦτα μὴ ποιεῖνprotestar ante Filipo de que hicieran estas cosas Aeschin.2.89, cf. Plb.1.33.5,
διεμαρτύρετο μὴ βαδίζεινPlu.Crass.16, cf. D.S.15.52,
μὴ διδόναιD.S.18.62,
μὴ λογομαχεῖν2Ep.Ti.2.14, c. ὅπως μή y fut.
διεμαρτυρόμην ὅπως μή μοι ὕστερον κατεσκευασμένοι δανεισταὶ φανήσονταιprotestaba para que luego no me apareciesen deudores amañados D.42.28
•abs.
βοᾶν καὶ διαμαρτύρεσθαιD.18.23, cf. 143,
διαμαρτυρομένων ἡμῶνD.44.37, Thphr.Fr.97.1, cf. D.48.46, D.S.15.43, Plu.Nic.12, c. ac. int.
πολλὰ διαμαρτυρομένου ... τοῦ ΛευκίουPlb.3.110.4.