διαμάσησις, -εως, ἡ
masticación
κάλαμος ἀρωματικὸς ... ἔν τε τῇ διαμασήσει γλίσχροςDsc.1.18, cf. Nemes.Nat.Hom.M.40.693C, 713A, Aët.2.196,
δ. φλέγμα ἀνάγουσαOrib.Ec.73.8.
κάλαμος ἀρωματικὸς ... ἔν τε τῇ διαμασήσει γλίσχροςDsc.1.18, cf. Nemes.Nat.Hom.M.40.693C, 713A, Aët.2.196,
δ. φλέγμα ἀνάγουσαOrib.Ec.73.8.