< διαλόγισις
διαλογισμός >
διαλόγισμα
,
-ματος, τό
razonamiento
,
reflexión
Epicur.
Ep
.[2] 68, [3] 85, Carneisc.20.2, Phld.
Rh
.1.273 en
Proc.XX Congr.Pap
.391.