διαμάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 amasar en v. pas.
μαζίσκας γε διαμεμαγμέναςAr.Eq.1105.
2 restregar, frotar para limpiar, en v. pas., Hsch.s.u. διαμαξαμένη
•fig. sobar, dar vueltas
λόγονAr.Au.463.
μαζίσκας γε διαμεμαγμέναςAr.Eq.1105.
λόγονAr.Au.463.