< διαμαρτάνω
διαμάρτησις >
διαμάρτημα
,
-ματος, τό
error
,
equivocación
γνοὺς δ' ἐκεῖνος αὐτοῦ τὸ δ.
Men.
Arg
.64 (p.147),
τῆς ὄψεως
Nemes.
Nat.Hom
.M.40.648C, cf. 653A.