διαμᾰσάομαι
• Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I
ἀνθέρικονHp.Coac.491,
σκόροδαAr.Th.494, cf. Apolloph.5,
τὰ ξύλαArist.HA 612a1,
τὰ ὀσμώδηThphr.CP 6.9.1,
φύλλονThphr.HP 9.4.7,
τὴν ῥίζανLuc.Alex.12,
τὴν σκίλλανEM l.c., en v. pas.
ὁ κύαμος διαμασώμενοςArist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33,
τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθένAët.5.123,
σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματαSteph.in Hp.Aph.2.292.24
•fig.
τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαιme muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
•c. gen.
τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενοςArist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente
μὴ διαμασῶLXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión
λόγουςLeont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse
τὴν σπουδὴν τοῦ ΓοργίουPhilostr.VS 483.