διαλυτής, -οῦ, ὁ
1 c. gen. que disuelve, que rompe
τῆς ἑταιρίαςTh.3.82, Procop.Vand.2.14.27
•que pone fin a
τῆς προθυμίαςProcop.Pers.1.18.24, cf. 14.2,
τῆς τυραννίδοςProcop.Goth.3.32.6
•que rompe, incumplidor
τῶν ὡμολογημένωνProcop.Goth.2.30.25.
2 mediador
ἐπὶ τοῖσδε διελύσαντο τὰ γένη ἄλληλα ... ὑπὸ τῶν αἱρεθέντων διαλυτῶνAth.Agora 19.L4b.6 (III a.C.).