διαλῡμαίνομαι
1 c. ac. ref. a pers. maltratar físicamente, vejar, ultrajar
τὴν γυναῖκα τὴν ΜασίστεωHdt.9.112,
φαρμακευομένην διαλυμαίνεσθαι τὸ σῶμαcausar algún daño a su cuerpo por tomar algún brebaje Plu.Lyc.3, cf. Chrys.M.64.828B, en v. pas.
ἐς οἶκόν μιν ἀποπέμπει διαλελυμασμένηνHdt.9.112, c. ac. de rel.
σάρκας νεαρὰς ... διαλυμανθείςE.Hipp.1344, c. dat. de causa
χρησμοῖς ἀδίκοις διελυμάνθηνE.Hipp.1349,
τις ὑπὸ ῥεύματος ἀπαύστου ... διαλελυμασμένοςalguien que sufre de reúma crónico Orib.7.20.5
•fig.
τοιοῦτος ἵμερος με διαλυμαίνεταιtal es el deseo que me consume Ar.Ra.59.
2 c. ac. de lugar devastar, asolar, ser el azote de
σῦς διαλυμαινόμενος τὴν χώρανArist.Fr.571,
ἥτις Ἑλλάδ' ... διελυμήνατοE.Or.1515,
τὰς αὑτῶν πατρίδαςIsoc.4.110.
3 c. ac. de abstr. menoscabar, ir en detrimento de, echar a perder
τὰς ἐπιβολάςPlb.5.111.4,
τὴν ... κοινὴν χρείανStr.17.1.15,
ἡ πάντα διαλυμηναμένη ἡδονήAth.278f,
τὰ πολλὰ τῶν πραγμάτωνPlu.Ant.24,
κρύη μεγάλα διελυμαίνετο τὴν πορείανgrandes fríos dificultaban la marcha Plu.Eum.15,
(Ἡρόδοτος) διελυμήνατο τὴν πρᾶξινHeródoto desvirtuó la acción Plu.2.861a,
τὴν ἡδονὴν ὁ κόρος διαλυμαίνεταιGr.Nyss.Ep.18.2,
τὴν ἀλήθειανBasil.M.31.1460A,
πολλὰ τῶν ΠλάτωνοςDam.Fr.227,
ᾧ (τῷ πυρί) τὴν ... διαλυμηνάμενος πόλινPlu.Luc.32
•en sent. pas.
τὰ γὰρ ὀρθῶς βουλευθέντα ... τῷ τοὺς ἐπιστάντας ἄλλως χρήσασθαι διελυμάνθηpues decisiones bien tomadas se ven perjudicadas porque los que tienen el mando las llevan a la práctica de otra manera D.Ep.1.12,
τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἡ τῶν λόγων ἀσθένειαIul.Or.3.54b,
οὐδὲν τῷ λόγῳBasil.M.31.1468A.
4 engañar, timar c. ac. de pers.
ἡ καπηλὶς ... ταῖς κοτύλαις ... με διαλυμαίνεταιAr.Pl.436
•falsear c. ac. de cosa
τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμαAr.Th.348.