< διαλωβάομαι
διαμαδάω >
διαμαγεύω
encantar
,
hechizar
en v. pas.
ἐπειδὰν ... ὅλον τὸ σῶμα ... ἐξαπατῶντι κάλλει διαμαγευθῇ
Luc.
Am
.41.