διαλοιδορέομαι


insultar, injuriar c. dat. τὸν δὲ διαλοιδορέεσθαι πᾶσι ὀργὴν προσποιεύμενον Hdt.2.121δ, σῦς καὶ κύων ἀλλήλαις διελοιδοροῦντο Aesop.250, ἐπῆλθεν κἀμ[οὶ κ]αὶ [ἐ]ξύβρισεν καὶ διελοιδορήσατό μοι POxy.2672.15, cf. SB 9421.21 (ambos III d.C.), Eus.Marcell.1.4.46, Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4 (p.56.31), Lib.Decl.40.11, Olymp.in Phd.55, Procop.Arc.16.18, Sch.Ar.Nu.361c, c. ac. αὐτόν A.Andr.Gr.53.12, τοὺς ... λέγοντας Eust.Mon.Ep.7, c. πρός y ac., Origenes Cels.7.56, abs. ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθείς D.21.86.