< διαμαδάω
διαμάλαξις >
διαμᾰθύνω
• Prosodia:
[-ῡ-]
reducir a polvo
,
arrasar
πόλιν
A.
A
.824
•
hacer trizas
,
destrozar
κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην
ref. a Acteón
, A.
Fr
.244.