διαλωβάομαι
• Morfología: [act. Mich.in EN 503.21]
1 destruir, mutilar
τὸ ὅλον σῶμαDid.in D.13.12, cf. Orac.Sib.12.66, Chrys.M.55.353, en v. pas.
τὸ σῶμα ... ταῖς πληγαῖς διαλελωβημένονPlu.Caes.68,
τῶν ἐκ τῆς χαλεπῆς νόσου διαλωβηθέντωνGr.Nyss.Paup.2.113.28
•fig. pervertir en v. pas.
διαλελωβημέναι δόξαιopiniones pervertidas Plu.2.986e.
2 profanar, ultrajar las ofrendas de un santuario, Plb.11.7.2,
τὰ μὲν πυρί, τὰ δὲ σιδήρῳ διελωβᾶτο τῶν ἱερῶνStr.17.1.27,
τὸ ὄνομα τοῦ ΧριστοῦGr.Nyss.V.Gr.Thaum.45.9,
τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγονGr.Nyss.Maced.89.8
•vilipendiar
τὴν τοῦ Παρμενίδου πραγματείανProcl.Theol.Plat.1.38.24.