†διαλ·
διαλαβή
διαλαγχάνω
διαλαίη
διαλαιμοτομέω
διαλᾱκάω
διαλακτίζω
διαλᾰλέω
διαλάλησις
διαλάλητος
διαλαλιά
διαλαμβάνω
διαλαμπής
διάλαμπρος
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
1 διάλαμψις
2 διάλαμψις
διαλανθάνω
†διαλαός
διάλαυρος
διαλᾰφύσσω
διαλᾰχαίνω
διαλγέω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλεγδόν·
διαλέγω
διαλείβομαι
διάλειμμα
διαλειπτέον
διαλειπτικός
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείτης
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτουργέω
διαλέπτυνσις
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαλήγω
διαληκάομαι
διάλημμα
διάλημψις
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διαλήσασι
διάληψις
διαλιανάσθη
διάλῐθος
διαλικμάω
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλις
διαλιχμάομαι