< διάλημψις
διαληπτέον >
διάληξις
,
-εως, ἡ
división
o
reparto por sorteo
διαλαγχάνειν μέν ἐστι τὸ κλήρῳ διαιρεῖσθαι, δ. δὲ τὸ πρᾶγμα
Antipho
Fr
.64, cf. Hsch., Sud.