< διαλᾰλέω
διαλάλητος >
διαλάλησις
,
-εως, ἡ
conversación
,
comentario
διαλαλήσεις χρησταί como expl. de φᾶμαι ἀγαθαί
Sch.Pi.
O
.7.161 Böckh, cf. Porph.
ad Il
.322.15.