διαλᾰλέω


I intr.

1 hablar, conversar, debatir gener. c. dat. de pers. ἀλλήλοις Plb.18.46.10, διελάλησεν δέ μοι καὶ εἶπεν Manes.54.4, c. περί y gen. διαλαλεῖν περὶ διαλύσεως Ἀμίλκᾳ Plb.1.85.2, πε]ρὶ γυμνασιαρχίας ... τῇ βουλῇ POxy.1417.24 (IV d.C.), c. ὑπέρ y gen. ἐν αὑτοῖς διαλαλοῦντας ὑπὲρ τῶν προειρημένων Plb.9.32.1, ἴωμεν οὖν διαλαλοῦντες ὑπὲρ ὧν ἐρωτᾶτε Philostr.VA 8.12, c. ἐν y dat. αὐτὴν ἐν ἑαυτῇ διαλαλεῖν Plu.2.141d, cf. 180c, τῶν ἐν αὐτῇ διαλαλούντων I.BI 4.38, c. πρός y ac. πάντων δὲ διαλαλούντων πρὸς ἀλλήλους Plb.22.9.6, πρὸς σφᾶς αὐτούς Plb.18.46.10, πρὸς ἀλλήλους διαλαλοῦντες ἔκλαιον D.H.11.35, cf. Eu.Luc.6.11, c. κατά y ac. διελάλουν ἕκαστοι κατὰ συμμορίας D.H.6.57, cf. I.BI 4.601, c. dat. instrum. ἥ τε ἀδελφὴ καὶ ἡ μήτηρ ... διελάλουν οὐ μικραῖς ... διαβολαῖς la hermana y la madre ... hablaban no con pequeñas calumnias I.AI 15.213, c. adv. ἡσυχῇ Ph.2.459, βαρβαρικῶς Sch.E.Ph.301
a veces tb. c. ac. int. διαλαλήσωμέν τί σοι E.Cyc.175, πρὸς τοὺς περὶ τοῦ κομήτου τι διαλαλοῦντας D.C.66.17.3, cf. 64.12.1.

2 deliberar διαλαλησάσης τῆς συνόδου ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν tras deliberación del sínodo registrada en las actas Pall.V.Chrys.14.95.

II tr.

1 divulgar, proclamar διαλαλήσει ἡ γλῶσσά μου τὴν ἐλεημοσύνην σου Sm.Ps.50.16, τῶν ἐν ταῖς αἱρέσεσιν ... διαλαλούντων σωτήρια τὰ ὀλέθρια Or.Io.32.5, τὰ πρόσφορα POxy.1829.3 (VI d.C.)
tb. en v. med. πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα Eu.Luc.1.65
comentar, mencionar ἀθροιζόμενοι δὲ διελάλουν, ὅτι ... D.S.14.64, μεμνημένος ὧν τότε διελάλησα recordando lo que mencioné en aquel momento, POxy.2407.34, cf. 9 (III d.C.), en v. pas. διαλαληθέντος τοῦ συμβεβηκότος Hieronym.Phil.35.

2 someter a examen o discusión en una instancia admin. (cf. διαλαλιά 2) en v. pas. καὶ διελαλήθη [ἐν] αὐτοῖς τὰ πρόσφορα POxy.1829.3 (VI d.C.).