διαλαγχάνω
• Alolema(s): -λανκάνω ICr.4.72.5.50, 8.4, 45 (V a.C.)
• Morfología: [cret. aor. part. fem. διαλακόνσαν ICr.4.72.8.4, 24]
1 rel. c. la herencia obtener tras reparto, recibir en un reparto
καί σφε σιδαρονόμῳ διὰ χερί ποτε λαχεῖν κτήματαA.Th.789 (tm.),
θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν τόδεE.Ph.68,
τν δ' ἄλλν τὰν μι<ν>αν διαλακόνσανobteniendo la mitad de las demás cosas, ICr.4.72.8.4, cf. 45 (V a.C.),
τὰ ἱερὰ τοὺς ἀνιέρους διειληχόταςPh.2.306, cf. 327.
2 repartirse por sorteo
τὰ χρήματαHdt.4.68, Antipho Soph.B 116,
ἅπασαν γῆνPl.Criti.109b, c. gen. partit.
διαλακόνσαν τν κρμάτνICr.4.72.8.24 (V a.C.), c. gen. y dat.
οὐδὲ τῆς λείας Κουτριγούροις διαλαγχάνοντεςProcop.Goth.4.18.20
•gener. repartir(se)
Ἀκτέωνα διέλαχον κύνεςE.Ba.1291
•compartir de las almas
μοίρας (τοῦ σώματος) διέλαχονPlot.4.3.6.
3 obtener por sorteo, tocar en suerte
οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέαςideas a las que les ha tocado en suerte una especie de disensión enemiga interna Pl.Plt.307c,
τὰ ἱερεῖαX.Ath.2.9,
τρεῖς (σημαίας)Plb.6.33.5,
τὰς φυλακάςPlb.6.35.11,
κώμαςX.An.4.5.23,
τόπονD.H.3.48, cf. 7.13, 9.52,
τὸ οἰκεῖονPlu.2.719b,
τὰ οἰκήματαPaus.6.20.11
•echar a suerte por turno sucesivo en los juegos
διαλαγχάνειν οὖν αὐτούς, καὶ τὸν λαχόντα ...Seleuc.80,
οὐ γὰρ ἐθέλουσιν ἀγώνων νόμῳ πρὸς ἀλλήλας διαλαγχάνεινFauorin.de Ex.5.41.