διαλελυμένως


adv. sobre el part. perf. pas. de διαλύω

I de manera laxa, relajada, floja op. σφοδρῶς Arist.Pr.900a24.

II en estilo conversacional, prosaico op. ἐμμέτρως Sch.Heph.p.115, ἐπίτηδες δ. μιμούμενος τὸν πεζὸν λόγον Sch.Ar.Eq.941a.

III gram.

1 no formando palabra compuesta e.e. separadamente (ἴων στέφανον op. ἰοστέφανον) Ath.676f, οὐδέποτε ... λέγομεν Σαμοθρᾴκην, ἀλλὰ δ. Sud.s.u. Σάμου, (πόδας ὠκύς op. ποδώκης) Eust.64.22.

2 sin contracción χαλκῆν, χρυσῆν, Ἀττικῶς, δ. δὲ Ἕλληνες Moer.376.

3 sin conjunciones, en asíndeton op. ὁ συμπλεκτικὸς σύνδεσμος Ph.1.500.