διαλείτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): διηλίτης Hsch.
el que se equivoca por completo
δ· ὁ διόλου ἁμαρτάνωνDid.CP 2.13, cf. Sch.Er.Il.19.90d, cf.
διηλίτης· κακοῦργος, ἀπατεώνHsch. (aunque quizá por δηλήτης q.u.).
δ· ὁ διόλου ἁμαρτάνωνDid.CP 2.13, cf. Sch.Er.Il.19.90d, cf.
διηλίτης· κακοῦργος, ἀπατεώνHsch. (aunque quizá por δηλήτης q.u.).