διάλεπτος, -ον
muy estrecho, muy fino
ὑμήνEust.1157.18,
στενόν ἐστι τοὔντερον τῆς ἐμπίδος καὶ διάλεπτονTz.Comm.Ar.2.423.17, cf. 1.135.21.
ὑμήνEust.1157.18,
στενόν ἐστι τοὔντερον τῆς ἐμπίδος καὶ διάλεπτονTz.Comm.Ar.2.423.17, cf. 1.135.21.