διαλακτίζω
dar patadas a, rechazar a puntapiés
ποσὶν διελάκτισε χλαῖνανTheoc.24.25,
τὰς πύλας σου(de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
•fig.
λόγονPlu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244,
τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίουSm.Ps.67.31.