διαλείφω
• Morfología: [pas. perf. part. fem. διαληλιμμένη Hsch.]
1 untar
τῷ ὀπῷ ... τὰς ῥῖναςHp.Mul.2.126,
(φάρμακον) τῷ δακτύλῳHp.Mul.1.64, cf. Hsch.l.c., Hippiatr.Paris.644.
2 arq. enlucir o encalar
τὸ ἐπιστάσιονIG 22.1672.107, cf. 83 (Eleusis IV a.C.).
3 borrar, eliminar
βρέξας τὸν δάκτυλον ἐκ τοῦ στόματος διήλειψε τὴν δίκην τοῦ ἩγήμονοςChamael.44,
διήλειφεν ὁ Νεάλκης τὸν Ἀρίστρατονen una pintura, Plu.Arat.13.