διαλγής, -ές
I
οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενοςPlu.Alex.75,
θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένηPlu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso
ἄταA.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente
δ. ἔχεινPhld.D.3.Fr.77.7.
οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενοςPlu.Alex.75,
θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένηPlu.2.496d.
ἄταA.Ch.68 (cód.).
δ. ἔχεινPhld.D.3.Fr.77.7.