διαλιμπάνω
1 dejar un intervalo
ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνονταéstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3,
α[ἱ τ]ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ]σε[ις] διελίμπανονDiog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua
μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανονEus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part.
οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσαno cesaba de llorar LXX To.10.7,
οὐ διαλιμπάνω κάμνωνVett.Val.248.27,
τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνωEus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse
(ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνεινEus.Alex.Serm.M.86.437A.