διαλάμπω
I intr.
1 brillar, resplandecer
πῦρThphr.Sens.18, HP 9.3.3, Plu.2.933C,
ἡ φλόξPlu.Brut.31, los astros
ὅταν διὰ νεφῶν ἥλιος διαλάμψῃPlacit.3.5.12, cf. Thphr.Sign.46,
ἡ σελήνη διέλαμψεD.C.65.13.1,
διέλαμπον ... οἱ τῶν ὀμμάτων κύκλοιHp.Ep.15, cf. Arist.HA 503b20,
διαλαμπούσης τῆς ὄψεωςPlu.2.390b,
διαλαμπουσῶν τῶν σιαγόνωνArist.HA 536a17,
θρομβία διαλάμπονταHp.Mul.2.113,
οἱ μὲν πυρφόροι διέλαμπον φερόμενοι βιαίωςD.S.20.96,
κρίνον ἐν μέσῳ διαλάμπονlirio que resplandece en medio del alma pura, en interpr. alegór., Origenes Cant.p.179
•en v. med. mismo sent.
μέσης διαλάμπεται ἅλμης (ἰχθύς)resplandece en mitad del mar (este pez) Gr.Naz.M.37.624A
•fig.
φῶς τὸ ζωτικὸν ἀληθείᾳ διαλάμπονPorph.Marc.13,
διαλάμπει τὸ καλόν (ἐν ταῖς ἀτυχίαις)la rectitud (del alma) brilla (en los infortunios) Arist.EN 1100b30,
διαλαμπούση ἡ ψυχήalma traslúcida Philostr.VA 2.37,
οἱ δὲ νεότητι καὶ ψυχῆς ἀκμῇ διαλάμποντεςEus.VC 3.9, cf. Hsch.
•fig., de cosas ser obvio, evidente
ἀπὸ τῶν διαλαμπόντων τὴν ψῆφον ἐνεργεῖνIsid.Pel.Ep.M.78.1536A.
2 amanecer, despuntar
ἡμέραAr.Pl.744, cf. D.H.5.57, Plu.Cat.Ma.13, Pyrrh.32,
φωσφόρου διαλάμψαντοςHld.5.22.6.
3 fig. de pers. sobresalir, destacar
οὐδεὶς ἂν αὐτῶν διαλάμψειεν ὑπεράρας τὸ πλῆθοςen un coro, Arist.Pr.922a36,
ἀπὸ τοῦ διαλάμψαντος ἐν αὐτῷ ΛυσιακόςD.H.Dem.11.1, cf. Vett.Val.73.20
•en la retórica
ἰδέαι αἱ ... διαλάμπουσαιfiguras retóricas brillantes Isoc.12.2,
ἐπὶ τὴν τοῦ λόγου δύναμιν ἀπορρυεῖσαν καὶ διαλάμψασανEun.Hist.17,
πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντωνSud.s.u. Καλλίμαχος.
II tr. iluminar, hacer brillar, hacer resplandecer
ἡ ... νόησις ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα (τὴν ψυχήν)Plu.2.382d,
τὸ ἀνείδεον ἐν εἴδεσι διαλάμπουσανIambl.Myst.1.5,
εἰκὼν ... ἐμφάσεις τινὰς καὶ εἴδωλα διαλάμπουσαPlu.2.393d.