< διαλάλησις
διαλαλιά >
διαλάλητος
,
-ον
afamado
,
renombrado
subst. τὸ δ.
fama
τὸ τοῦ βίου ... κόσμῳ παντὶ δ.
Gr.Nyss.M.46.849A.