διαλαμβάνω
• Morfología: [pas. perf. part. διαλελημμένος Ar.Ec.1090, jón. διαλελαμμένος Hdt.3.117, 4.68]


A c. διά ‘a través’

I 1dividir entre varios, un plu. o un colect. repartir, repartirse, dividir de pers., ciu., etc., siendo suj. una persona que se sienta en medio de otras dos ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ Pl.Smp.222e, ἵνα ... διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια X.Cyr.7.3.1, τριχῇ δώδεκα μέρη τῆς πόλεως διαλαβόντες Pl.Lg.763c, αἱ γὰρ πολιτεῖαι ... τοὺς πλείστους αὐτῶν διειλήφασιν Isoc.4.16, διαλαμβάνοντες τὸν δῆμον Arist.Pol.1272b11, ἐν δὲ ταῖς μικραῖς ῥᾴδιόν τε διαλαβεῖν εἰς δύο πάντας Arist.Pol.1296a11, τὴν δὲ σύμπασαν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας ... διειλήφεσαν κατὰ ἔθνη Arist.Mu.398a29, τὸν ὄχλον διελάμβανον Plu.TG 19, en v. pas., dicho en boca del joven que se siente acuciado por las dos viejas βινεῖν δεῖ με διαλελημμένον Ar.Ec.1090, ἔστωσαν δὲ διειλημμένοι Aen.Tact.10.25
abs., ref. a anim. ἐπὶ γὰρ τοῦτο διέλαβεν ἡ φύσις a este respecto la naturaleza hizo una división Arist.PA 672b19
de la abertura que tienen los cetáceos para expulsar el agua διελάμβανε γὰρ ἂν ἀπὸ τῆς ῥάχεως αὐτόν Arist.PA 697a25
de seres inanimados τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων ἀργύριον γενόμενον X.An.5.3.4, οἰκίας Lys.12.8, διαλαμβάνει ... ὑγρόν Hp.Loc.Hom.9
dividir una entidad continua ποταμὸν ... ἐς τριηκοσίας καὶ ἑξήκοντα διώρυχάς μιν διαλαβών Hdt.1.190, cf. en v. pas. Hdt.3.117
de un discurso dividir en partes ταῖς περιόδοις διαλαβεῖν εὖ τὸν ὅλον λόγον D.H.Comp.2.5
trocear una salchicha πνικτῷ διέλαβεν περικομματίῳ Athenio 1.30
en v. pas., del alma ψυχὴν ... διειλημμένην γε οἶμαι ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς Pl.Phd.81c, ἡ ψυχὴ ὅλη καὶ οὐ διειλημμένη Plot.2.2.1, cf. 5.8.10, del mundo ὁ κόσμος ... οὐ διειλημμένος Plot.6.4.12
c. entidades discontinuas distribuir de los sonidos τὸ μὲν ἥμισυ διαλαβόντες αὐτῆς (τῆς χορδῆς) Aristid.Quint.97.18
en v. pas., c. ac. de rel. ser distribuido (θώρακες) διειλημμένοι τὸ βάρος X.Mem.3.10.13, ref. a las estaciones del año μησὶν διειλημμένα Pl.Lg.886a
del cuerpo σώματα ἤδη σχήμασι διειλημμένα Plot.6.3.9
estar repartido en colores γῆ ... χρώμασι διειλημμένη Pl.Phd.110b.

2 apartar, separar a los contendientes en una lucha διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plu.Ant.33.

3 c. valor local poner jalones στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Decr. en D.18.154, en v. pas. τὰ δε τείχη διειλῆφθαι φυλακτηρίοις καὶ πύργοις que las murallas habían sido jalonadas de puestos de guardia y torres Arist.Pol.1331a20, ὁδὸς ... ὑδρεύμασι ἀφθόνοις ... διειλημμένη Pan 80.13 (II d.C.)
cortar, interceptar τὰ στενόπορα τῶν χωρίων διαλαβόντας ... φυλάσσειν Th.7.73 (cód.), τὰ δὲ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων τάφρῳ καὶ διπλῷ χάρακι διαλαβών Plb.5.99.9
c. ref. a intervalos o separación διαστήματα φυλακαῖς δ. ocupar los huecos con puestos de guardia Plb.1.18.4, τὸ τεῖχος φρουραῖς ἐπιμελεστέραις διελάμβανεν I.BI 6.381, en v. pas. τῆς ζωῆς ἡμῶν δύο πέρασιν ἑκατέρωθεν διειλημμένης estando limitada nuestra vida por ambos lados, e.e. por dos términos Gr.Nyss.Or.Catech.68.13
fig. salpicar, intercalar (Ὅμηρος) ἄλλοις ἐπεισοδίοις [δὶς] διαλαμβάνει τὴν ποίησιν (Homero) da variedad a la poesía intercalando otros episodios Arist.Po.1459a37, παραπληρώμασιν εὐφώνοις διείληφεν D.H.Comp.16.18
sembrar en v. pas. λειμῶνες παντοδαποῖς φυτοῖς διειλημμένοι Luc.Patr.Enc.10.

4 c. valor temp. interrumpir, hacer una pausa ἐνταῦθα δεῖ ... διαλαβεῖν λέγοντα entonces conviene que el que habla haga una pausa Pl.Prt.346e, οὐδὲν γὰρ κωλύει διαλαβεῖν τὸν λόγον Isoc.12.149, πολλάκις δὲ τῇ φωνῇ διαλαμβάνειν τὸν λόγον interrumpir repetidamente el discurso quedándose en silencio Alcid.1.21
abs. διαλαβών a intervalos Hp.Mul.1.68
dar descanso τὰ μέρη Arist.Pr.880b22.

II ref. al intelecto

1 distinguir, seleccionar o elegir entre criterios diferentes πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ; E.El.373, διαλαβόντες ἕκαστοι τοῖς διανοήμασιν Pl.Lg.777a, cf. 935d, Δημόκριτος δ' ἔοικεν οὐ καλῶς διαλαβεῖν περὶ αὐτῶν Arist.PA 665a31, ref. a dos personas que piensan de manera diferente, Anon.Lond.24.32
de los sonidos distinguir unos de otros διαλαμβάνει γὰρ πρῶτον περὶ φθόγγων Aristid.Quint.7.9, de los sentimientos δεῖ ... περὶ τούτων ὧδε διαλαβεῖν Plot.3.6.3.

2 considerar, tratar, tener en cuenta ταύτῃ τοὺς νόμους διαλαμβάνειν Lys.14.4, ταῦτα δὲ διαλαβόντας Epicur.Ep.[2] 38, χρὴ δὲ τὰς ἀναβλαστήσεις καὶ τὰς διαφύσεις ταύτας ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν διαλαβεῖν es preciso tener en consideración, en general, estas épocas de brote o germinación Thphr.HP 8.1.6, διαλαβόντες τὸν ἡγεμόνα, ὥσπερ ἀνδράποδον Philostr.VA 5.36, ἀμφιβολίας ἐν κοινῷ συνεδρίῳ Gr.Nyss.Eun.1.158, c. constr. prep. ὑπὲρ τούτων Plb.2.42.7, περὶ τῶν ὅλων Plb.18.45.7, ἀφελέστερον περὶ τῶν πραγμάτων D.L.7.84, ref. a las partes de la or. δέον διαλαβεῖν περὶ ἑκάστου A.D.Synt.22.8, cf. 162.26, en v. pas. διειλημμέναι ... δόξ[αι opiniones examinadas cuidadosamente Phld.D.1.24.24.

3 opinar, pensar, creer περὶ τῆς τῶν παίδων ἀγωγῆς, τίνα τρόπον διειλήφασιν οἱ πατέρες Hieronym.Phil.19.2, πρῶτον μὲν τοῦτο <δεῖ> διαλαβεῖν Ocell.44, περὶ μὲν οὖν τούτων ὡς ἑκάστῳ δοκεῖ διαλαμβανέτω I.AI 2.348, c. inf. ὁμόδουλον εἶναι διαλαβών Men.Her.argumen.6, διέλαβεν ἁρμόζειν ἑαυτῷ D.S.18.58, φυγεῖν αἰσχρὸν διέλαβεν D.S.19.42, διέλαβεν ἀποστατεῖν τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.5.11, οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι διέλαβον αὐτὸν ἥκειν D.S.18.65, cf. IClaros 1.P.4.37 (II a.C.), ὅθεν διέλαβον ... φυτεύειν (el versículo) a partir del cual creían plantar (el fundamento de su herejía), Epiph.Const.Haer.69.20.1, en v. pas., c. pred. ἃ καὶ τοῖς ἀλόγοις ζῴοις μέγιστα καὶ σπουδαιότατα διείληπται Lycurg.131
abs. ὡς αὐτοὶ διελάμβανον según creían LXX 2Ma.6.29.

4 comprender, captar λόγους τῆς διανοίας αὐτοῦ οὐ διαλήμψεσθε LXX Iu.8.14, ταῦτα οὖν εὖ μάλα διειληφὼς ὁ προφήτης Eus.DE 4.15 (p.174)
percibir, darse cuenta διειληφότες οὖν τόδε τὸ ἔθνος ... κείμενον LXX Es.3.13e, c. complet. c. ὅτι Phld.Sign.29.4, Origenes M.17.136C, c. inf. διαλαβόντες τοῦτο καλῶς ἕξειν PCair.Zen.637.9 (III a.C.), c. interr. indir. διελάμβανε μετὰ τούτων τί δεῖ ποιεῖν Plb.4.25.1
en v. pas. ὡς ἐπίβουλοι διαλαμβάνονται Vett.Val.171.18.

5 decidir, tomar la decisión de c. inf. (τὸν Πολυάρατον) εἰς τὴν Ῥόδον ἀποστέλλειν διέλαβε Plb.30.9.2
jur. y admin., frec. en uso abs. tomar una decisión, determinación o resolución y esp. dictar sentencia c. περί y gen. περὶ τῶν καθ' ὑμᾶς Philipp.Maced.2.24, περὶ αὐτῶν εἰσβεβιασμένων ... ἐν τῇ ἐμῇ οἰκίᾳ διαλαβεῖν PTor.Choachiti 11bis.32 (II a.C.), περὶ αὐτοῦ ὡς καθήκει UPZ 5.50 (II a.C.), περὶ δὲ ἧς πεποίηται βίας καὶ χειρογρ(αφίας) διαλαβεῖν dictar sentencia en relación con la violencia y el perjurio de que ha hecho uso, PAmh.35.44 (II a.C.), περὶ αὐτῶν διαλαβεῖν μισοπονήρως, ἵν' ὦ τετευχὼς τῆς σῆς δικαιοσύνης BGU 1824.29 (I a.C.), cf. PSI 1160.22 (I a.C.), περὶ τοῦ πράγματος POsl.17.18 (II d.C.), ἐντευχθεὶς Αὐρηλιανὸς αἰσιώτατα περὶ τοῦ πρακτέου διείληφεν Eus.HE 7.30.19, en v. pas. ἵν' ἐὰν μέν τι πάθω δ[ια]ληφθῇ π[ερὶ αὐτῆς κα[τ]ὰ τὰ περὶ [τούτων προστεταγ]μένα para que, si algo me sucede, se dicte sentencia sobre ella de acuerdo con lo estipulado en estos casos, PRyl.68.23 (I a.C.).

B c. διά ‘de parte a parte’

I tr.

1 coger, agarrar τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Hdt.4.94, cf. Hp.Art.4, κρέσσονα (ἄνδρα) διαλαβὼν ... χερσίν Hp.Fract.3, τὴν ἀσπίδα καὶ <τὸν> θώρακα καὶ τὸ κράνος Plb.11.9.5
ref. a pers. prender ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν Hdt.1.114
en v. pas. ser llevado preso διαλελαμμένος ἄγεται Hdt.4.68
en la lucha coger por la cintura, sujetar con ambos brazos τιν' αὐτῶν ... διαλαβὼν ἀγκυρίσας Ar.Eq.262, cf. Gal.6.141, abs. σὺ διάλαβ[ε anón. en POxy.466.28, cf. Hsch.s.u. διαλαβεῖν, AB 36.3, Sch.Ar.Ec.1090D.
coger con violencia τοὺς μὲν διαλαβόντες ἦγον Pl.R.615e
coger en medio, rodear οἱ δὲ λῃσταὶ ... μέσους διαλαβόντες ἔμενον Ach.Tat.3.13.1, τὴν κεφαλὴν ἐν κύκλῳ διαλαμβάνουσα Cyr.Al.M.69.836C
atar, amarrar (λεπίδα) πρήσας σπάρτῳ διάλαβε plegando (una hoja) átala con un junco, PHolm.74.

2 ocupar un territorio διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν Isoc.5.120, τὴν διαδοχὴν Ἀγριππῖνος διαλαμβάνει Eus.HE 4.20, τῶν ... τὴν ἔπαρχον διειληφότων ἐξουσίαν Eus.VC 2.44
apoderarse de, adueñarse de κτύπου καὶ ταραχῆς ἀθρόας διαλαβούσης τὸ στρατιωτικόν Eus.VC 2.9, τὸν ... ἀρεταῖς πᾶσαν διειληφότα τὴν ὑφ' ἡλίου del emperador Juliano IIasos 14.5 (IV d.C.).

3 fig. deducir, inferir τεκμήριον δὲ καὶ τούτων ἐκ [τῶν] γεγραμμένων σοι ὑπὸ Διονυσίου διαλάβοις ἄν una prueba de estas cosas puedes deducirla de lo que te ha escrito Dionisio, UPZ 146.43 (II a.C.), cf. BGU 1764.10 (I a.C.) en BL 3.23
elegir διαλήψεσθαι τὸν καιρόν elegir el momento oportuno Plb.15.5.2.

4 arq. cubrir διέλαβε τὸν ναὸν καὶ ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν ξύλοις κεδρίνοις ἁλύσεσι παχείαις συνδεδεμένοις I.AI 8.70.

II intr. extenderse fig. περισσοτέρως ... διέλαβεν ... ἡ θρησκεία αὐτῶν Agathan.V.Gr.Ill.68.