ἐγκρούσ[τωσις]
ἐγκρούω
ἐγκρύβω
ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτάζομαι
ἐγκρυπτέον
ἔγκρυπτος
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφής
ἐγκρῠφιάζω
ἐγκρῠφίας
ἐγκρύφιος
ἔγκρῠφος
ἐγκρύφω
ἔγκρυψις
ἐγκτάομαι
ἐγκτερεΐζω
ἔγκτημα
Ἔγκτηνες
ἔγκτησις
ἐγκτητικόν
ἔγκτητος
ἐγκτήτωρ
ἐγκτίζω
ἐγκτυπέω
ἐγκυανίζω
ἔγκυαρ
ἐγκυβερνάω
ἐγκυβιστάω
ἐγκυβιστέομαι
ἐγκυδές·
ἐγκῠέω
ἐγκύησις
ἐγκυητήριον
ἔγκυθρον
ἐγκυΐσκομαι
ἐγκῠκάω
ἐγκυκλεύω
ἐγκυκλέω
ἐγκύκληθρον
ἐγκύκλημα
ἐγκυκλητής
ἐγκυκλιακός
ἐγκυκλίζω
ἐγκύκλιος
ἐγκυκλιώνης
ἔγκυκλος
ἐγκῠκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλινδέομαι
ἐγκυλίνδησις
ἐγκυλίνδομαι
ἐγκυλισμός
ἐγκυλίω
ἐγκυλίωτος
ἐγκύλλομαι
ἐγκῠλόω
ἐγκυμαίνω
ἐγκυματίζω
ἐγκύματος
ἐγκυματόω
ἐγκυμονάλμας
ἐγκυμονέω
ἐγκυμόνησις
ἐγκυμονικός
ἔγκυμος
ἐγκυμόω
ἐγκύμων
Ἐγκύμων
ἐγκυοποιέω
ἔγκυος