ἐγκρύπτω
I tr.
1 esconder, ocultar, meter c. ac. de concr.
δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃOd.5.488,
σίδην ἐς σποδὸν ἐγκρύψασαHp.Nat.Mul.15, cf. 69, Sotad.Com.1.29, Thphr.Ign.23,
ἐν δέρματι λαγωοῦ ἢ ἀλώπεκος ἐγκρύψανlos huevos para que se incuben, Arist.HA 619b15,
(βρέφος) εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρὸν ἐγκρύψαιZeus a Dioniso, D.S.3.64,
ὁ ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας ἀδίκωςLXX Pr.19.24,
(ζύμην) ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρίαEu.Matt.13.33,
τὴν τιμὴν ... τοῖς σακκίοιςI.AI 2.124,
ἑαυτὸν ἐγκρύψαςHld.2.20.3, en v. pas.
τὸ βρέφος ... εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένονApollod.1.5.1
•c. ac. de abstr.
τὸν λόγον ἐγκρύπτων ὡς πάθος αἰσχρότατονAP 10.98 (Pall.), en v. pas.
φθόνος ... ἐγκρυπτόμενοςodio que se oculta D.S.10.26,
τὴν γοητείαν τὴν ἐγκεκρυμμένην αὐτοῖςde los misterios, Clem.Al.Prot.2.12,
ὁ ἐγκεκρυμμένος θησαυρόςdel sentido de las Sagradas Escrituras, Chrys.M.53.106
•fig.
πῦρ ἀμαρύσσων ἐγκρύψαι μεμαώςdeseando ocultar el fuego de su mirada, h.Merc.416
•meter en una fosa, enterrar para dar baños de arena
αὐτοὺς ... εἰς τὸν παρακείμενον βόθρονHerod.Med. en Orib.10.8.7, c. predic. del compl. dir.
κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικούςHerod.Med. en Orib.10.8.9.
2 guardar entre ceniza
τὸ πῦρ ἔγκρυπτ'Ar.Au.841, en v. pas.
τῷ ἐγκρυπτομένῳ ... πυρίArist.Iuu.470a16, cf. Thphr.Ign.19
•de donde cocer, asar alimentos
ἐν βολβίτοις κόπρου ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτάLXX Ez.4.12,
τὰς βαλάνους ... κατὰ τὴν θερμὴν σποδιὰν ἐγκρύβοντεςGal.6.620.
II intr. en v. med. ocultarse, esconderse
Κίμων ... εἰς θάμνονAeschin.Ep.10.4,
Νύμφαι ... μελάθροιςNonn.D.32.285.