< ἐγκυματόω
ἐγκυμονέω >
ἐγκυμονάλμας
,
-ατος
prob.
que salta sobre las olas
epít. de Posidón
Πόσειδον γαιάοχε †ἐγκυμονάλμαν†
Lyr.Adesp
.21.3.