< ἐγκτίζω
ἐγκυανίζω >
ἐγκτυπέω
atronar
,
ensordecer
en v. pas.
ἑαυτὸν ... τι ἐγκτυπηθῆναι τὰ ὦτά φησιν ὁ Δάμις
Phot.
Bibl
.330b26.