ἐγκρύφιος, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 oculto, escondido
πῦρ τύφεται ἐγκρύφιονdel amor AP 5.124 (Phld.),
ταῖς ἔνδον καὶ ἐγκρυφίοις δυνάμεσινProcl.in R.2.246,
κακίαChrys.M.64.709D.
2 adv. -ίως de forma oculta, latente
ἐ. καὶ ἀδιαιρέτωςProcl.in Ti.2.247.2.