ἐγκτάομαι
jur. adquirir propiedades, bienes raíces en el extranjero
μὴ ἐξεῖναι ... μηθενὶ ἐγκτήσασθαι ἐν τ[α]ῖς τῶν συμμάχων χώραις μήτε οἰκίαν μήτε χώρανIG 22.43.37 (IV a.C.),
ἐγκτήσασθε ἐν αὐτῇ (γῇ)LXX Ge.34.10,
ο[ἱ] στρατευόμενοι ἐκωλύθ[ησαν καθ' ἣ]ν στρατεύονται ἐπα[ρ]χ[ί]αν ἐνκ[τ]ᾶσθαιPGnom.243 (II d.C.)
•en perf. ser propietario de bienes raíces
οἰκόπεδα εἰ ἡ πόλις διδοίη οἰκοδομησομένοις ἐγκεκτῆσθαιX.Vect.2.6
•part. perf. subst.
οἱ ἐγκεκτημένοιpropietarios de bienes raíces en un demo distinto al suyo, D.50.8, en el extranjero BCH 122.1998.144 (Colofón III a.C.), IBeroeae 59 (I d.C.), IEphesos 3806 (III d.C.).